ακτοφύλακας

ακτοφύλακας
kıyı koruma görevlisi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακτοφύλακας — (και ακτοφύλαξ, ακος), ο 1. φύλακας, φρουρός τής ακτής 2. αυτός που ανήκει στη δύναμη τής ακτοφυλακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτή + φύλακας] …   Dictionary of Greek

  • ακτοφρουρός — ο ο ακτοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτή + φρουρός, πρβλ. αγγλ. coast guard] …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”